- άψηφος
- -η, -ο (AM ἄψηφος, -ον)νεοελλ.ανάξιος, περιφρονημένοςαρχ.1. (για δαχτυλίδι) χωρίς ψήφο, σφραγιδόλιθο2. μεγάλος, ισχυρός (Ησύχ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άψηφος — η, ο αυτός που δεν έχει ψήφο: Πολλοί απ αυτούς που πήγαιναν στις προεκλογικές συγκεντρώσεις ήταν άψηφοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄψηφον — ἄψηφος without a stone masc/fem acc sg ἄψηφος without a stone neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄψηφοι — ἄψηφος without a stone masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αψηφώ — ( άω) [άψηφος] δεν υπολογίζω κάτι, περιφρονώ, υποτιμώ … Dictionary of Greek
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek